εσβέσθην
Смотреть что такое "εσβέσθην" в других словарях:
ἐσβέσθην — σβέννυμι quench plup ind mp 3rd dual σβέννυμι quench aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) σβέννυμι quench aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek